αποθρώσκω

αποθρώσκω
ἀποθρῴσκω (Α)
1. πηδώ έξω από πλοίο («...νηός, ἀπὸ νηός»), κάτω από άλογο («...ἀπὸ τῶν ἵππων»)
2. εκτινάσσομαι από τη νευρά του τόξου (για βέλος)
3. βγαίνω, ξεπροβάλλω («καὶ καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης»)
4. (για βράχο) αποσπώμαι και κατρακυλώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • συναποθρώσκω — Α αποχωρώ συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποθρώσκω «πηδώ κάτω, βγαίνω, ξεπροβάλλω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”