- αποθρώσκω
- ἀποθρῴσκω (Α)1. πηδώ έξω από πλοίο («...νηός, ἀπὸ νηός»), κάτω από άλογο («...ἀπὸ τῶν ἵππων»)2. εκτινάσσομαι από τη νευρά του τόξου (για βέλος)3. βγαίνω, ξεπροβάλλω («καὶ καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης»)4. (για βράχο) αποσπώμαι και κατρακυλώ.
Dictionary of Greek. 2013.